- αφίσταμαι
- (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι)1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτιαρχ.Ι. ενεργ.1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι3. ανατρέπω, ματαιώνω, εξουδετερώνω4. καθαιρώ (από θέση ή αξίωμα)5. προτρέπω, παρακινώ σε αποστασία6. (για γεωμετρικές κατασκευές) αποκόπτω, διακόπτω, αποχωρίζω7. αποκολλώ, ξεκολλάω8. κατανέμω, ζυγίζω9. ξεπληρώνω, εξοφλώII. μέσ.1. ζυγίζω κάτι για λογαριασμό μου και το παίρνω2. δίνω τέλος σε κάτι, διακόπτω, διαλύω ή λύω (μια συγκέντρωση)3. (για σχέσεις ή καταστάσεις) απομακρύνομαι από κάτι, αποσύρομαι4. παραιτούμαι από τις νόμιμες διεκδικήσεις μου5. στέκομαι μακριά, αποφεύγω6. αποστατώ, επαναστατώ, αυτομολώ7. υποχωρώ, ενδίδω σε κάποιον, του αφήνω ελεύθερο τον δρόμο8. αποτραβιέμαι, μαζεύω από φόβο, λουφάζω9. ιατρ. (γ' πρόσ. εν.) α) ἀφίσταταιδημιουργείται απόστασηβ) «ἀφίσταται ὀστέον» — απολεπιδώνεταιIII. παθ. ἀφίσταμαικαθαιρούμαι από αξίωμα ή εξουσίαIV. φρ.1. «δοῡλος ἀφεστώς» — δραπέτης2. «ἀφίστημι φρενῶν» — χάνω το μυαλό μου ή τον νου μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ίστημι].
Dictionary of Greek. 2013.